- Πάου
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργαλαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πάου — Πάος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάου — παόω become a pres imperat act 2nd sg παόω become a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάου, δον Πέτρος ντε- — (Pau). Ισπανός ευγενής. Όταν ο Νέριος Ατζαγιόλι κατέλαβε την Αθήνα (1835), ο Π., πολιορκημένος στην Ακρόπολη, αντιστάθηκε με πείσμα επί δύο ολόκληρα χρόνια … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
ποταμιά — Όνομα 14 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ.), στην πρώην επαρχία Αγιάς, του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (33 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek